- ἐσκεπασμένως
- σκεπάζωcoverperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσκεπασμένως — ἐσκεπασμένως (AM) επίρρ. ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεπασμένος, μτχ. παρακμ. τού σκεπάζομαι*] … Dictionary of Greek